τρυγωδία

τρυγωδία
ἡ, Α [τρυγῳδός]
κωμική λ. αντί τής λ. κωμῳδία ή επειδή οι υποκριτές άλειφαν το πρόσωπό τους με τρυγία ή επειδή νέο, αδιήθητο κρασί, δινόταν ως βραβείο στους νικητές ή, τέλος, επειδή οι παραστάσεις γίνονταν την εποχή τού τρύγου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τρυγῳδία — τρυγῳδίᾱ , τρυγῳδία lees fem nom/voc/acc dual τρυγῳδίᾱ , τρυγῳδία lees fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρυγῳδίαν — τρυγῳδίᾱν , τρυγῳδία lees fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρυγοκωμωδία — ἡ, Α (κατά το λεξ. Σούδα) τρυγῳδία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρύξ, τρυγός + κωμῳδία (βλ. και λ. τρυγῳδός)] …   Dictionary of Greek

  • τρυγωδός — ὁ, Α (στον Αριστοφ.) αυτός που τραγουδά για τον μούστο ή για το καινούργιο κρασί αλείφοντας το πρόσωπό του με τρυγία ή παίρνοντας ως βραβείο μούστο, ο κωμωδός. [ΕΤΥΜΟΛ. Κωμική λ. σχηματισμένη από τον τ. τρύξ, τρυγός, κατά το τραγῳδός, για να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”